- βελοθυρίδα
- ηστενό, κατακόρυφο άνοιγμα στις επάλξεις των τειχών, από το οποίο έριχναν βέλη οι αμυνόμενοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek